- πεντοβολώ
- και -άωαναδίδω, εκπέμπω ευχάριστη μυρωδιά, ευωδιάζω, μοσχοβολώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντο- (βλ. λ. πεντα-) + -βολώ (< βάλλω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεντοβόλημα — το [πεντοβολώ] ανάδοση, εκπομπή ευχάριστης μυρωδιάς, ευωδιάς … Dictionary of Greek
πεντοβόληση — η [πεντοβολώ] το πεντοβόλημα … Dictionary of Greek